κακοθανατος

κακοθανατος
    κακοθάνατος
    κακο-θάνᾰτος
    2
    причиняющий трагическую смерть
    

(Ἑλένη Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κακοθανατος" в других словарях:

  • κακοθάνατος — dying miserably masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοθάνατος — η, ο (Α κακοθάνατος, ον) αυτός που πεθαίνει με βασανιστικό, με κακό θάνατο νεοελλ. (ως κατάρα) που είθε να έχει κακό θάνατο («είδες τον κακοθάνατο τί έκανε στον πατέρα του;»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θάνατος (< θάνατος), πρβλ. ετοιμο θάνατος …   Dictionary of Greek

  • κακοθάνατος — η, ο αυτός που βρίσκει κακό θάνατο: Ο λαμπρός αυτός ήρωας στο τέλος υπήρξε κακοθάνατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοθανάτως — κακοθάνατος dying miserably adverbial κακοθάνατος dying miserably masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοθάνατον — κακοθάνατος dying miserably masc/fem acc sg κακοθάνατος dying miserably neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοθανάτοις — κακοθάνατος dying miserably masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοθανάτους — κακοθάνατος dying miserably masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοθάνατοι — κακοθάνατος dying miserably masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …   Dictionary of Greek

  • κακοθανασία — η (Α κακοθανασία) [κακοθάνατος] ο κακός, οδυνηρός, βασανιστικός θάνατος ή το να πεθαίνει κάποιος κάτω από συνθήκες αθλιότητας και δυστυχίας …   Dictionary of Greek

  • κακοθανατιά — η [κακοθάνατος] κακοθανασία*, κακός, βασανιστικός θάνατος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»